ολκάς

ολκάς
Αρχαίο ελληνικό φορτηγό πλοίο. Είχε μεγάλο όγκο και πλάτος. Σε αρχαιότερους ακόμα χρόνους ήταν κοίλο και χωρίς κατάστρωμα. Το πλοίο αυτό είχε πανιά. Πολλές φορές όμως το ρυμουλκούσαν και σπανιότερα το κινούσαν με κουπιά. Ο. είχαν και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, κυρίως στον Νείλο. Οι ο. αυτές ήταν κατασκευασμένες κατά τρόπο που επέτρεπε να είναι ευέλικτες και να αντέχουν σε φορτία σημαντικού βάρους. Μία ο. του είδους βρίσκεται ζωγραφισμένη σε τάφο ευγενούς στην περιοχή του Λούξορ.
* * *
ὁλκάς, -άδος, ἡ (Α) [ολκή]
1. πλατύ και ογκώδες πλοίο, συνήθως ρυμουλκούμενο («οἱ μὲν πλοῑον κυβερνῶντες, οἱ δὲ ὁλκάδα», Ξεν.)
2. λίθος που μεταφερόταν στον τόπο οικοδομής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁλκάς — ship which is towed fem nom sg ὁλκά̱ς , ὁλκή drawing fem acc pl ὁλκά̱ς , ὁλκός 1 drawing to oneself fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκά — ὁλκάς ship which is towed fem voc sg ὁλκά̱ , ὁλκή drawing fem nom/voc/acc dual ὁλκά̱ , ὁλκή drawing fem nom/voc sg (doric aeolic) ὁλκός 1 drawing to oneself neut nom/voc/acc pl ὁλκά̱ , ὁλκός 1 drawing to oneself fem nom/voc/acc dual ὁλκά̱ , ὁλκός …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκάδα — ὁλκάς ship which is towed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκάδας — ὁλκάς ship which is towed fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκάδες — ὁλκάς ship which is towed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκάδεσσι — ὁλκάς ship which is towed fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκάδι — ὁλκάς ship which is towed fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκάδος — ὁλκάς ship which is towed fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκάδων — ὁλκάς ship which is towed fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκάσι — ὁλκάς ship which is towed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”